μοιχάγρια

μοιχάγρια
μοιχάγρια, τὰ (Α)
πρόστιμο που επιβαλλόταν σε εκείνους που συλλαμβάνονταν για μοιχεία («μοιχάγρι' ὀφέλει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μοιχὸν ἀγρεῖν, σχηματισμένο αναλογικά προς το ζωάγρια (βλ. ζωάγριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοιχάγρια — fine imposed on one taken in adultery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχάγρι' — μοιχάγρια , μοιχάγρια fine imposed on one taken in adultery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλώσια — μοιχαλώσια, τὰ (Α) μοιχάγρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἅλωσις (< ἁλίσκομαι)] …   Dictionary of Greek

  • μοιχόληπτος — μοιχόληπτος, ον (Α) 1. αυτός που συλλαμβάνεται επ αυτοφώρω να μοιχεύει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιχόληπτα τα μοιχάγρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”